- επένδυση
- Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του εισοδήματος χρησιμοποιείται για την παραγωγική δραστηριότητα. Η ε. διαφέρει από την αποταμίευση γιατί ενώ αυτή βασίζεται στην απλή αποχή από την κατανάλωση ενός καθορισμένου αγαθού, η ε. συνεπάγεται και την πραγματική εισαγωγή αυτού του αγαθού στην παραγωγική διαδικασία. Στις πρωτόγονες οικονομίες, πολύ συχνά η ε. και η αποταμίευση συμπίπτουν (ένα μέρος από το σιτάρι που θερίστηκε δεν μετατρέπεται από τον χωρικό σε ψωμί, γιατί προορίζεται για την προσεχή σπορά)· δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες, που στηρίζονται στην κατανομή της εργασίας και στην ανταλλαγή: εδώ μεγάλο μέρος από την ε. πραγματοποιείται από τις επιχειρήσεις ή από τους δημόσιους οργανισμούς που προμηθεύονται τους αναγκαίους πόρους μέσω δανείων ή με άλλα μέσα, από τους αποταμιευτές ή από τους φορολογούμενους. Ακόμα και για εκείνον που χορηγεί με πίστωση ένα ποσό –για να εξασφαλίσει σε αντιστάθμισμα τον τόκο– λέγεται ότι έχει επενδύσει το χρήμα του. Αλλά αν αυτό ισχύει για τα άτομα, δεν ισχύει για το σύνολο. Από κοινωνική άποψη, δεν έχουμε ε. αν η πίστωση που παραχωρήθηκε χρησιμοποιήθηκε από τον δανειζόμενο για καταναλωτικούς σκοπούς, ή αν ένα άτομο αντικαθιστά ένα άλλο σε μια ε. που έχει γίνει μάλιστα στο παρελθόν (το ίδιο και όταν αποκτήσει στο χρηματιστήριο έναν τίτλο που δεν ανήκει σε μια καινούργια έκδοση). Αντίθετα, έχουμε πραγματική ε. μόνο όταν οι πόροι που αφαιρέθηκαν από την κατανάλωση χρησιμοποιηθούν σε κεφαλαιουχικά αγαθά (μηχανές, μεταφορικά μέσα, προμήθεια πρώτων υλών κλπ.). Στις διαφορετικές αυτές έννοιες αντιστοιχεί –στην οικονομική ορολογία– η διάκριση σε χρηματική ε. και πραγματική ε. Εξάλλου, με βάση τους φορείς που τις αποφασίζουν και τις πραγματοποιούν, διακρίνονται σε δημόσιες και σε ιδιωτικές ε.
Το ποσό των ξεχωριστών ε. που πραγματοποίησαν σε μια ορισμένη περίοδο όλοι οι φορείς σε ένα οικονομικό σύστημα ονομάζεται συνολική ε., η οποία διακρίνεται σε ακαθάριστη ε. (το σύνολο της δαπάνης που προορίζεται για την απόκτηση κεφαλαιουχικών αγαθών) και σε καθαρή ε. (η ακαθάριστη ε., μειωμένη κατά τις αποσβέσεις που είναι αναγκαίες για να διατηρηθεί ανέπαφο το σύνολο των κεφαλαιουχικών αγαθών που ήδη υπάρχουν). Μπορεί η ακαθάριστη ε. να είναι μικρότερη από τις αποσβέσεις· στην περίπτωση αυτή, η απόκτηση των καινούργιων κεφαλαιουχικών αγαθών είναι ανεπαρκής για να εξασφαλίσει την αντικατάσταση όσων καταστράφηκαν από τη φθορά και την ανάλωση και η καθαρή ε. αποκτά αρνητική τιμή. Έχουμε με άλλα λόγια αποεπένδυση.
Η συνολική ε. αποτελεί στοιχείο των εθνικών λογαριασμών και στις μεταβολές της δίνεται μεγάλη σημασία, όχι μόνο από εκείνους που μελετούν την οικονομία, αλλά και από τους υπεύθυνους της οικονομικής πολιτικής, γιατί μαζί με τη συνολική κατανάλωση βοηθάει να προσδιοριστεί η συνολική δαπάνη της οικονομίας. Εξάλλου, στη συσχέτιση της συνολικής ε. με τη συνολική αποταμίευση ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία από τις ουσιώδεις πλευρές του προβλήματος της οικονομικής ισορροπίας και της απασχόλησης. Όπως προαναφέρθηκε, η αποταμίευση και η ε. πραγματοποιούνται –στις σύγχρονες οικονομίες της αγοράς– από τα διάφορα άτομα και για διαφορετικούς σκοπούς· ενώ το ποσό που τα ξεχωριστά άτομα θέλουν να αποταμιεύσουν προσδιορίζεται από παράγοντες που σχετίζονται με το ύψος του συνολικού εισοδήματος και με τον τρόπο που το εισόδημα αυτό διανέμεται στα ίδια άτομα, το κεφάλαιο που οι επιχειρήσεις είναι διατεθειμένες να επενδύσουν εξαρτάται βασικά από άλλους παράγοντες. Σύμφωνα με τις αιτίες που βρίσκονται στη βάση της ε., διακρίνονται η εκούσια (αυτόνομη) ε. (που οφείλεται σε λόγους ανεξάρτητους από το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας και το ύψος του διαθέσιμου εισοδήματος) και η ακούσια (αναγκαστική) ε. (που αποτελεί, αντίθετα, τη συνέπεια των μεταβολών στο συνολικό εισόδημα και στη συνολική κατανάλωση). Μία από τις κύριες αιτίες που προκαλούν την ισορροπία μεταξύ αποταμίευσης και ε., που δύσκολα πραγματοποιείται, βρίσκεται στη μεγάλη μεταβλητότητα της ε., είτε εκούσιας είτε ακούσιας. Η πρώτη εξαρτάται από παράγοντες άσχετους με το οικονομικό σύστημα, του οποίου η επίδραση είναι αστάθμητη και απρόβλεπτη: τεχνολογική πρόοδος, άνοιγμα νέων αγορών, πολιτικές και κοινωνικές περιπέτειες, κύματα αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας κλπ. Η δεύτερη υπόκειται στην αρχή της επιτάχυνσης που επενεργεί τόσο ώστε μια δεδομένη μεταβολή στην κατανάλωση να προκαλεί αντίστοιχη μεταβολή αρκετά πιο έντονη στις επενδύσεις.
Η ε. που είναι η ίδια αρκετά ευμετάβλητη αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα στον προσδιορισμό των διακυμάνσεων της οικονομικής δραστηριότητας με την επενέργεια μιας άλλης αρχής, της αρχής του πολλαπλασιαστού: στη βάση της μια μεταβολή της ε. μπορεί να προκαλέσει μεταβολή στο συνολικό εισόδημα όχι ισοδύναμη αλλά πολλαπλάσια. Άρα, είναι επόμενο το ότι ο έλεγχος του ρυθμού των ε. έχει καταστεί σε όλες τις χώρες μία από τις κύριες φροντίδες της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Ο έλεγχος αυτός ασκείται κυρίως με την πιστωτική πολιτική, αλλά και με τις δημόσιες ε. (δημόσια έργα, ε. των δημοσίων επιχειρήσεων κλπ.). Σε μερικές περιπτώσεις ασκείται με τους διοικητικούς περιορισμούς ή τα δημοσιονομικά κίνητρα για τις ε. (η αποτελεσματικότητα της απλής πιστωτικής πολιτικής άρχισε πραγματικά να μειώνεται, επειδή οι επιχειρήσεις ολοένα και περισσότερο προσφεύγουν στην αυτοχρηματοδότηση). Αλλά η εξασφάλιση της οικονομικής ισορροπίας δεν αποτελεί τον μόνο στόχο που η οικονομική πολιτική μπορεί να θέσει για τις ε. Η ε. θεωρείται επίσης βασικός παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης και αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για κάθε μελλοντική αύξηση του εθνικού πλούτου.
Στη σύγχρονη κοινωνία, πολλές επενδυτικές επιλογές είναι αποφάσεις της μίας στιγμής (φωτ. ΑΠΕ).
Η αίθουσα συνεδριάσεων του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών στη διάρκεια συνεδρίασης, όπου συγκεντρώνεται ένα σημαντικό μέρος των επενδυτικών κινήσεων των πολιτών (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η (Μ ἐπένδυσις) [επενδύω]νεοελλ.1. επικάλυψη ενός αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό («επένδυση τοίχου»)2. το επίστρωμα («καταστράφηκε η επένδυση τής εικόνας»)3. η συγκράτηση τών πλευρών ενός έργου με κλαδιά ή άλλο πρόχειρο υλικό για να αποφευχθεί πτώση χωμάτων4. φρ. «εσωτερική επένδυση» — φόδρα5. (οικον.) η δημιουργία νέου παραγωγικού κεφαλαίουμσν.επενδύτης.
Dictionary of Greek. 2013.